- πολύφροντις
- πολύ-φροντις, ιδος, ὁ, ἡ,A full of thought,
βουλαί Anacreont.48.6
;ὁ νοῦς LXX Wi.9.15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουλαί Anacreont.48.6
;ὁ νοῦς LXX Wi.9.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύφροντις — full of thought fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφροντις — ι, ΝΜΑ αυτός που κατέχεται από πολλές φροντίδες, περίφροντις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φροντίς, ίδος (πρβλ. ά φροντις)] … Dictionary of Greek
πολυφρόντιδα — πολύφροντις full of thought fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφρόντιδες — πολύφροντις full of thought fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφρόντιδι — πολύφροντις full of thought fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφρόντιδος — πολύφροντις full of thought fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφροντι — πολύφροντις full of thought fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφροντιν — πολύφροντις full of thought fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσκυλτος — ον, Μ αυτός που έχει πολλές έγνοιες, πολλές φροντίδες, μέριμνες, πολύφροντις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκύλλω «ταράζω, ενοχλώ, δυσαρεστώ»] … Dictionary of Greek